νεοτόκος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεότοκος — η, ο (Α νεότοκος, ον) αυτός που γεννήθηκε πρόσφατα, νεογέννητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + τοκος (< τίκτω), πρβλ. απειρό τοκος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.] … Dictionary of Greek
νεοτόκοις — νεότοκος new born masc/fem/neut dat pl νεοτόκος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοτόκον — νεοτόκος masc/fem acc sg νεοτόκος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοτόκου — νεότοκος new born masc/fem/neut gen sg νεοτόκος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοτόκους — νεότοκος new born masc/fem acc pl νεοτόκος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοτόκων — νεότοκος new born masc/fem/neut gen pl νεοτόκος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοτόκῳ — νεότοκος new born masc/fem/neut dat sg νεοτόκος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεότοκον — νεότοκος new born masc/fem acc sg νεότοκος new born neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek